/
1 View0
Ο ρόλος του κλινικού διαιτολόγου και η συμμετοχή του στη θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με διάφορες νόσους, συμπεριλαμβανομένου και του ΣΔ, για τη χώρα μας είναι στοιχεία που σχετικά πρόσφατα έχουν αποκτήσει υπόσταση, δεδομένου ότι μόλις τα τελευταία 10-15 χρόνια αναβαθμίστηκε το ίδιο το επάγγελμα του κλινικού διαιτολόγου. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο η ύπαρξη τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ με αντικείμενο σπουδών στην κλινική διαιτολογία, αλλά και η εκπαίδευση επιστημόνων σε χώρες του εξωτερικού (Αγγλία, ΗΠΑ κ.ά.), όπου οι διαιτολόγοι έχουν καθορισμένα επαγγελματικά δικαιώματα και συμμετοχή στα κατά τόπους συστήματα υγείας για πολλά χρόνια.  
Έτσι και στη χώρα μας σήμερα, στα περισσότερα νοσοκομεία έχει γίνει πια καθημερινή πρακτική στην αντιμετώπιση των νόσων που σχετίζονται με τη θρέψη να υπάρχει μια ομάδα επιστημόνων-διαιτολόγος, νοσηλεύτρια, ποδολόγος-με καθορισμένες αρμοδιότητες, έτσι ώστε να παρέχεται η καλύτερη και αρτιότερη παρακολούθηση και θεραπεία. Στην ομάδα αυτή ο διαιτολόγος έχει καθορισμένη θέση και λειτουργία αφού είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος για να δίνει οδηγίες διατροφής, να σχεδιάζει το ημερήσιο ή μηνιαίο πρόγραμμα διατροφής, να αναλύει τη διατροφική πρόσληψη του ασθενούς και να κρίνει για την θρεπτική και ενεργειακή πληρότητα της αλλά και για την πιθανή ανάγκη λήψης ειδικών συμπληρωμάτων διατροφής. Ο διαιτολόγος ακόμα είναι υπέυθυνος για τη σωματομετρία ώστε να υπάρχουν στοιχεία για το βάρος, το ΔΜΣ, την περίμετρο μέσης του ασθενούς, καθώς και για το πρόσφατο ιστορικό βάρους του.
Αυτό συμβαίνει ασφαλώς και με το σακχαρώδη διαβήτη, μια μεταβολική νόσο που τόσο η πρόληψη της, όσο και η αντιμετώπιση της σχετίζεται με τη διατροφή και η οποία απαιτεί την έγκυρη και τεκμηριωμένη διαιτολογική παρέμβαση από τον εξειδικευμένο κλινικό διιατολόγο.
Ο ρόλος του κλινικού διαιτολόγου στην θεραπευτική αντιμετώπιση είναι σημαντικός και ποικίλος (εκπαιδευτικός, υποστηρικτικός, θεραπευτικός, επεξηγηματικός), δεδομένου ότι η σωστή διατροφή παίζει καθοριστικό και ρυθμιστικό παράγοντα στο διαβήτη, ανεξάρτητα του τύπου, του τρόπου θεραπείας, του είδους του δισκίου ή της ινσουλίνης. Ειδικότερα:
1) Ο διαιτολόγος αρχικά εκπαιδεύει το άτομο με διαβήτη πάνω στις αρχές της σωστής διατροφής, που αποτελεί τη βάση της θερπευτικής αντιμετώπισης, ανεξάρτητα του τρόπου θεραπείας. σε περιπτώσεις τύπου Ι διαβήτη εκπαιδεύει πάνω στη σχέση ινσουλίνης και δίαιτας
2) είναι σε άμεση επαφή με γονείς για να λύσει απορίες και να διαμορφώσει το διαιτολόγιο του παιδιού στο σπίτι ή έξω από το σπίτι, να προτείνει σνακ για το σχολείο ή το πάρτυ, για να δώσει οδηγίες σε παιδιά που κάνουν κάποιο σπρο ή άθλημα με συστηματικές προπονήσεις.
3) σε περιπτώσεις εντατικοποιημένου σχήματος ή αντλίας εκπαιδεύει πάνω στα ισοδύναμα υδατανθράκων, ώστε να είναι το άτομο με ΣΔ σε θέση να εκτιμάει σωστά την ποσότητα ινσουλίνης που απαιτείται για κάθε γεύμα του.
4) σε περιπτώσεις τύπου ΙΙ, που συνήθως ο ΣΔ συνυπάρχει με αυξημένο σωματικό βάρος ή παχυσαρκία δίνει τις κατάλληλες οδηγίες και διαιτολογικά σχήματα που θα συμβάλουν στην απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους, πάντα βέβαια με τη ρύθμιση του ζαχάρου.
5) Εκπαιδεύει και ενημερώνει σχετικά με τη σύσταση διαφόρων τροφίμων σε υδατάνθρακες, αλλά και θερμίδες.
6) Δίνει οδηγίες σε νοσηλευόμενους ασθενείς με παράλληλα προβλήματα όπως π.χ. ΧΝΑ ή αιμοκάθαρση.
7) Δίνει οδηγίες για την άσκηση και τη ρύθμιση της διατροφής και την προσθαφαίρεση γευματιδίων, ανάλογα με τη συχνότητα, το είδος και τη διάρκεια της άσκησης.
8) Ενημερώνει για τους τρόπους πρόληψης, αλλά και αντιμετώπισης των υπογλυκαιμικών επεισοδίων, καθώς κια για τις διατροφικές παρεμβάσεις σε περιπτώσεις ασθενειών.
9) Δίνει οδηγίες για τις επιλογές φαγητού έξω από το σπίτι, την λήψη αλκοόλης, το φαγητό στο ταξίδι ή την αναπροσαρμογή των γευμάτων σε εργασία με βάρδιες.
10) Σε περιπτώσεις διαβήτη κύησης ο διαιτολόγος αναπροσαρμόζει το διαιτολόγιο ανάλογα με την αύξηση του βάρους, τη λήψη ή μη ινσουλίνης, αλλά και το μήνα κύησης και ελέγχει τη διατροφική πληρότητα του διαιτολόγιου της εγκύου.
11) Ενημερώνει για τα ειδικά διατροφικά προϊόντα που υπάρχουν στην αγορά και τα οποία μπορούν ή δεν πρέπει να καταναλώνονται από άτομα με ΣΔ.
12) Είναι ο υπεύθυνος για αυτό που ονομάζουμε «αλλαγή διατροφικής συμπεριφοράς», που σχεδόν όλα τα άτομα με ΣΔ οφείλουν να ακολουθήσουν.
13) Παράγει ειδικά φυλλάδια με ενημερωτικό υλικό που είναι χρήσιμο στην εκπαίδευση των ατόμων με διαβήτη π.χ. φυλλάδια με ισοδύναμα, οδηγίες για φαγητό έξω, οδηγίες για τη λήψη αλκοόλης κ.ά.
14) Ενημερώνει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ώστε να ακολουθούν όλοι τις διατροφικές οδηγίες που θα συμβάλλουν τόσο στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης του διαβητικού, όσο και στην πρόληψη του ΣΔ σε αυτούς, μέσα από υγιεινοδιαιτητικές συστάσεις.
Είναι φανερό λοιπόν πως κάθε ασθενής που μαθαίνει ότι έχει σακχαρώδη διαβήτη-κυρίως τύπου Ι αλλά και ΙΙ- πρέπει αν έχει άμεση επαφή με ένα κλινικό διαιτολόγο, ώστε να κατανοήσει από την πρώτη στιγμή τη σημασία της διατροφής για την καλύτερη ρύθμιση του ζαχάρου, αλλά και την αποφυγή επιπλοκών και ταυτόχρονα να αποκτήσει τη γνώση που χρειάζεται για να «συμφιλιωθεί» γρηγορότερα με την ιδέα του «ζω με το διαβήτη».
Δυστυχώς όμως ακόμα στη χώρα μας η σημασία και η αναγκαιότητα του διαιτολόγου υποβαθμίζεται ή δεν έχει γίνει αρκετά κατανοητή και για αυτό το λόγο ο συνολικός αριθμός των διαιτολόγων στα νοσοκομεία είναι πολύ μικρός και δεν επαρκεί, ενώ ειδικά στην επαρχία υπάρχει έλλειψη ατόμων με κατάλληλη εκπαίδευση. Το αποτέλεσμα είναι ο ασθενής να ενημερώνεται αποκλειστικά από το θεράποντα γιατρό, ο οποίος πέρα από τη θεραπεία και τα φάρμακα δίνει συνήθως –κυρίως ελλείψει χρόνου, αλλά και εξειδικευμένης γνώσης-μόνο κάποιες γενικές κατευθύνσεις και κάποια γενικά φυλλάδια με διαιτολόγια, τα οποία ασφαλώς δεν μπορούν να καλύψουν και να δώσούν λύσεις και απαντήσεις σε όλα τα άτομα με διαβήτη.