/
1 View0

Αν ανήκετε στους πολλούς εκείνους Έλληνες που ακόμα και η σκέψη του γάλακτος τους είναι απωθητική, σε αυτούς που έχουν «παιδικά τραύματα» επειδή η μητέρα τους τούς κυνηγούσε να πιουν το γάλα τους ενώ αυτοί το έχυναν στον νεροχύτη ή ακόμα και σε αυτούς που έχουν κάθε καλή διάθεση απέναντι στο γάλα, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τους… πολυσυμπαθεί, τότε πιθανότατα όσα ακολουθούν θα σας φανούν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά.

Γιατί σας βαραίνει;
Όλα ξεκινούν από τη λακτόζη, το βασικό σάκχαρο του γάλακτος, το οποίο διασπάται στο λεπτό έντερο με τη βοήθεια της λακτάσης. Η λακτάση δεν είναι άλλη από ένα ένζυμο που έχει ακριβώς αυτήν τη χρησιμότητα: να διασπά τη λακτόζη του γάλακτος. Όταν υπάρχει έλλειψη του ενζύμου λακτάση, όταν δηλαδή ο οργανισμός δεν παράγει αρκετό, τότε η λακτόζη που δεν απορροφάται στο λεπτό έντερο προκαλεί ενοχλητικά συμπτώματα όταν περνάει στο παχύ έντερο. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι είναι απίθανο κάποιος οργανισμός να μην παράγει καθόλου λακτάση. Συνήθως, οι άνθρωποι που υποφέρουν -υπολογίζεται ότι η εν λόγω διαταραχή αφορά παγκοσμίως το 75% του πληθυσμού, ενώ στην Ελλάδα περίπου το 60%- παρουσιάζουν έλλειψη του ενζύμου σε βαθμό που διαφέρει από άτομο σε άτομο. Έτσι, η δυσανεξία στο γάλα και τα παράγωγά του (γιαούρτι, τυρί, παγωτό κ.λπ.) δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε ολοκληρωτική και είναι θέμα προσωπικής ευαισθησίας οι ποσότητες που μπορεί κανείς να καταναλώσει χωρίς να παρουσιάσει συμπτώματα δυσανεξίας.

Πώς γίνεται αντιληπτή;
Μπορείτε να αντιληφθείτε ότι έχετε δυσανεξία στη λακτόζη επειδή θα εμφανίσετε ενοχλητικά συμπτώματα στο άμεσο χρονικό διάστημα αφού πιείτε γάλα ή -σε λιγότερο βαθμό- αφού καταναλώσετε άλλα γαλακτοκομικά. Τα πιο συνηθισμένα τέτοια συμπτώματα είναι: φούσκωμα, πόνος στην κοιλιά, αέρια και διάρροια. Βέβαια, η έκταση και η ένταση των συμπτωμάτων εξαρτώνται τόσο από τον βαθμό της έλλειψης του ενζύμου (λακτάση) και κατ’ επέκταση της δυσανεξίας όσο και από την ποσότητα ή και το είδος των γαλακτοκομικών που καταναλώσατε. Μία γενική εκτίμηση είναι πως σχεδόν όλοι όσοι έχουν ακόμα και ελαφριά δυσανεξία στη λακτόζη θα εμφανίσουν συμπτώματα, αφού πιουν ένα λίτρο γάλα και αρκετοί ακόμα και μετά την κατανάλωση ενός μόνο ποτηριού ή ακόμα και λιγότερου. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται 30 λεπτά έως και 2 ώρες μετά την κατανάλωση των προϊόντων που περιέχουν λακτόζη.

Ποιοι υποφέρουν περισσότερο
Η δυσανεξία στη λακτόζη, η οποία ονομάζεται πρωτοπαθής λόγω του ότι ο οργανισμός από μόνος του δεν παράγει την απαιτούμενη ποσότητα λακτάσης, αλλά και επειδή δεν οφείλεται σε άλλους εξωγενείς παράγοντες, είναι αρκετά συχνή, έστω και σε περιορισμένο βαθμό. Η έλλειψη του ενζύμου λακτάση είναι πιο συνηθισμένη στους μεσογειακούς λαούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων, και ακόμα πιο συχνή στους λαούς της Αφρικής σε ποσοστά από 75% έως 100%, ενώ στη βόρεια Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική τα ποσοστά μειώνονται σε 5% έως 15% του πληθυσμού.
Η δυσανεξία εμφανίζεται συνήθως ξαφνικά -καθώς περνάνε τα χρόνια- ακόμα και σε ανθρώπους που ανέχονταν και κατανάλωναν κανονικά γαλακτοκομικά προϊόντα στο παρελθόν, ενώ, αντίθετα με την αλλεργία στο γάλα, ταλαιπωρεί κυρίως ενηλίκους και όχι παιδιά.
Υπάρχει όμως και η δευτεροπαθής δυσανεξία στη λακτόζη, η οποία προκαλείται από καταστάσεις που μπορεί να πλήξουν τον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου, όπως κάποια γαστρεντερίτιδα, παρασιτικές λοιμώξεις και άλλες καταστάσεις.

Προσοχή: Υπάρχει και κρυµµένη λακτόζη
Η λακτόζη υπάρχει στις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο γάλα και ακόμα περισσότερο σε εκείνο που έχει χαμηλά λιπαρά. Πολύ λιγότερη ποσότητα έχει το γιαούρτι και το τυρί. Όμως, θα πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος πως αποφεύγοντας τα γαλακτοκομικά είναι προστατευμένος από τη λήψη λακτόζης και κατ’ επέκταση από τα ενοχλητικά συμπτώματά της. Σε περίπτωση που έχετε, λοιπόν, μεγάλη δυσανεξία στη λακτόζη, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως αυτή μπορεί να περιέχεται σε πολλά έτοιμα φαγητά ή τρόφιμα, όπως: δημητριακά πρωινού, τραχανάς, μείγματα έτοιμης ζύμης, ψωμί, στιγμιαίες σούπες, πουρές, σάλτσες κ.ά.
Από την άλλη πλευρά, περιέχονται μικρές ποσότητες και σε φάρμακα, για παράδειγμα τα πιο πολλά χάπια έχουν ως έκδοχο τη λακτόζη. Οι ποσότητες αυτές όμως είναι πάρα πολύ μικρές και μπορεί να ενοχλήσουν μόνο άτομα με σοβαρή δυσανεξία. Τα συγκεκριμένα άτομα πρέπει να διαβάζουν προσεκτικά τις ετικέτες των τροφίμων που αγοράζουν, αλλά και τη σύσταση των φαρμάκων που πρόκειται να καταναλώσουν.

Πώς θα καταλάβω αν έχω δυσανεξία;
Υπάρχουν ιατρικές εξετάσεις που μπορούν να βοηθήσουν έναν γιατρό να διαγνώσει τη δυσανεξία ενός ασθενούς του στη λακτόζη. Αυτές είναι:

  1. Η δοκιμασία ανοχής της λακτόζης Είναι μία αιματολογική εξέταση που ανιχνεύει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μετά τη λήψη λακτόζης.
  2. Δοκιμασία αναπνοής υδρογόνου Είναι ένα τεστ που μετρά τα επίπεδα υδρογόνου στην αναπνοή αφού προηγουμένως πιείτε ένα υγρό που να περιέχει λακτόζη. Αν τα επίπεδα του εκπνεόμενου υδρογόνου είναι υψηλά, σημαίνει ότι έχουμε χαμηλά επίπεδα λακτάσης, άρα και κάποιου βαθμού δυσανεξία στη λακτόζη.
  3. Ένας πρακτικός τρόπος Για να καταλάβετε αν έχετε πράγματι δυσανεξία στη λακτόζη, κάντε το εξής: Ξυπνώντας το πρωί, πιείτε δύο ποτήρια χλιαρό γάλα (όχι κρύο) και παρατηρήστε τα συμπτώματα που τυχόν θα προκύψουν. Εάν εμφανίσετε διάρροια, θα έχετε προφανώς σημαντικού βαθμού δυσανεξία στη λακτόζη.

ΣΗΜΕΙΩΣΗΤο πρόβλημα για τους ανθρώπους που παρουσιάζουν πολύ έντονα συμπτώματα μετά τη λήψη μεγάλης ποσότητας λακτόζης είναι πως και για τις δύο παραπάνω εξετάσεις πρέπει να πιουν κάποιο ρόφημα που θα περιέχει πολλή λακτόζη, το οποίο θα τους συστήσει ο γιατρός τους. Εκεί που προκύπτει λόγος ανησυχίας είναι όταν η εξέταση πρόκειται να γίνει σε μικρά παιδιά ή βρέφη που υποψιαζόμαστε ότι παρουσιάζουν δυσανεξία. Μία έντονη διάρροια, που είναι πιθανό να προκύψει ως αποτέλεσμα αυτής της δυσανεξίας, θα μπορούσε να τους προκαλέσει ακόμα και αφυδάτωση. Γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει το τεστ μέτρησης οξύτητας στα κόπρανα, που ανιχνεύει τη δυσανεξία στη λακτόζη και ενδείκνυται για παιδιά και βρέφη.

Αντιµετωπίστε την

  1. Διερευνήστε πόση ποσότητα γαλακτοκομικών μπορείτε να ανεχθείτε χωρίς να παρουσιάζετε ενοχλητικά συμπτώματα, ώστε να μη στερείστε τα πολύτιμα συστατικά τους. Στην -απίθανη- περίπτωση που δεν μπορείτε να καταναλώσετε καθόλου γαλακτοκομικά, φροντίστε να παίρνετε συμπληρώματα ασβεστίου.
  2. Προτιμήστε τα πλήρη γαλα-κτοκομικά, που γίνονται καλύτερα ανεκτά από τα ελαφριά.
  3. Πίνετε το γάλα χλιαρό, γιατί αν είναι κρύο τα συμπτώματα είναι εντονότερα.
  4. Καταναλώστε τυρί ή βούτυρο, που περιέχουν πολύ λιγότερη λακτόζη από το γάλα.
  5. Επιλέξτε γιαούρτι, γιατί ως προϊόν ζύμωσης γίνεται καλύτερα ανεκτό.
  6. Φροντίστε να καταναλώνετε τα γαλακτοκομικά κατά προτίμηση μέσα σε άλλα γεύματα, για παράδειγμα ένα κομμάτι κίτρινο τυρί με το φαγητό, γιατί έτσι δεν δημιουργούν τόσα προβλήματα στο πεπτικό σύστημα.
  7. Προτιμήστε γαλακτοκομικά προϊόντα με μειωμένη ή και καθόλου λακτόζη. Θα τα βρείτε στο εμπόριο.
  8. Έχετε υπόψη σας ότι υπάρχουν σκευάσματα λακτάσης (σε σταγόνες, σκόνη, ταμπλέτες κ.ά.) που τα παίρνει κανείς μαζί με τα γαλακτοκομικά προϊόντα ή τα ρίχνει στο γάλα, ώστε να διασπάται η λακτόζη που περιέχουν και να μπορούν να καταναλωθούν χωρίς την εμφάνιση των ανεπιθύμητων συμπτωμάτων που προκαλούνται από τη δυσανεξία στη λακτόζη.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΣΑΖΑΝΙΔΗ, γιατρό γαστρεντερολόγο-ηπατολόγο, και τον κ. ΧΑΡΗ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΠΟΥΛΟ, MMedSci.SRD, κλινικό διαιτολόγο-βιολόγο, μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Μελέτης Παραγόντων Κινδύνου για Αγγειακά Νοσήματα (Ε.Μ.Πα.Κ.Α.Ν.), site: www.dimosthenopoulos.gr.