/
1 View0
Δεν είναι μυστικό ότι σήμερα είμαστε πιο παχείς παρά ποτέ, ούτε ότι απέτυχαν οι συμβουλές των ειδικών για λιγότερο φαγητό και περισσότερη άσκηση – αν μη τι άλλο, σε κανέναν δεν αρέσει να στερείται ή να πεινάει.
Με αυτά κατά νου, δείχνουν να αποκτούν ξεχωριστό ενδιαφέρον τα νέα ευρήματα για συγκεκριμένα τρόφιμα που πρέπει να τρώμε πιο συχνά και εκείνα που πρέπει να τρώμε πιο σπάνια εάν θέλουμε να ελέγξουμε το βάρος μας.
Η μελέτη που τα αποκαλύπτει πραγματοποιήθηκε από πέντε ειδικούς στη διατροφή και στη δημόσια υγεία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Είναι μακράν η πιο λεπτομερής, μακροχρόνια ανάλυση των παραγόντων που επηρεάζουν το σωματικό βάρος. Επίσης είναι μεγάλη μελέτη, δεδομένου ότι συμπεριέλαβε 120.877 άντρες και γυναίκες υψηλού μορφωτικού επιπέδου, τους οποίους οι ερευνητές παρακολούθησαν επί 12 έως 20 χρόνια.

Ολοι οι εθελοντές ήταν υγιείς όταν άρχισε η μελέτη ενώ κανένας δεν ήταν παχύσαρκος. Τα συναρπαστικά ευρήματά της δημοσιεύθηκαν τον περασμένο μήνα στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM).

Τα «κακά»…
Οπως έδειξε η μελέτη, ο μέσος εθελοντής έπαιρνε περισσότερο από 1,5 κιλό κάθε τέσσερα χρόνια, με συνολική αύξηση βάρους στο τέλος της 20ετίας 7,6 κιλά. Πολλοί εθελοντές, όμως, έπαιρναν πολύ περισσότερο βάρος – 1,8 κιλά κάθε χρόνο, δηλαδή 36 κιλά στην 20ετία. Αντιθέτως, όσοι κατάφεραν να κρατήσουν σταθερό το βάρος τους ή και να αδυνατίσουν ακόμα, ήταν ελάχιστοι.
Τα τρόφιμα που συνέβαλαν περισσότερο στην αύξηση του βάρους δεν προξενούν έκπληξη. Πρώτες στην λίστα των «κακών» τροφίμων ήταν οι τηγανητές πατάτες (μία μερίδα την ημέρα από μόνη της σχετίστηκε με αύξηση του βάρους κατά 1,5 κιλό κάθε τετραετία). Ακολουθεί η καθημερινή υπερκατανάλωση τροφίμων όπως τα πατατάκια, τα αναψυκτικά με ζάχαρη, το κόκκινο και επεξεργασμένο κρέας, οι πατάτες φούρνου, τα γλυκά και τα επιδόρπια, οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες, τα τηγανητά φαγητά, οι χυμοί φρούτων και το βούτυρο.
… και τα «καλά» τρόφιμα
Αναμενόμενα ήταν και τα τρόφιμα που κρατούσαν σταθερό το βάρος ή το μείωναν, εφόσον καταναλώνονταν καθημερινά και σε επαρκείς ποσότητες: φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής αλέσεως. Σε σύγκριση με όσους πήραν τα περισσότερα κιλά, όσοι αδυνάτισαν έτρωγαν καθημερινά 3,1 μερίδες λαχανικών περισσότερες.
Αυτό που κανείς δεν περίμενε ήταν ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα – είτε ήταν πλήρη είτε άπαχα – δεν φάνηκε να επηρεάζουν διόλου το βάρος.
Και το ακόμα πιο απίστευτο: αντιθέτως με την κρατούσα πεποίθηση που θέλει το αδυνάτισμα συνώνυμο με την δραστική περικοπή του λίπους, τα περισσότερα κιλά έχασαν οι εθελοντές που έτρωγαν το περισσότερο πλήρες γιαούρτι, ξηρούς καρπούς και φυτικά λίπη όπως το φιστικοβούτυρο! Τα καρύδια είναι πλούσια σε φυτικά έλαια, ενώ μερικές μικρές μελέτες έχουν δείξει πως το φυστικοβούτυρο επιβραδύνει την εκδήλωση της πείνας, οπότε ίσως γι’ αυτό δεν πάχαιναν οι εθελοντές. Η μεγάλη έκπληξη όμως ήταν το γιαούρτι. Συσχετίστηκε πιο ισχυρά απ’ όλα τα τρόφιμα με την απώλεια βάρους, καθώς όσο περισσότερο έτρωγαν οι εθελοντές, τόσο το καλύτερο.
Τι σχέση μπορεί να έχει το γιαούρτι με το αδυνάτισμα; «Περιέχει υγιεινά βακτήρια, τα οποία σε μελέτες με ζώα έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνουν την παραγωγή ορμονών στο έντερο που εντείνουν το αίσθημα κορεσμού της πείνας», εξηγεί ο ερευνητής δρ Φρανκ Χου, καθηγητής Διατροφής και Επιδημιολογίας στο Χάρβαρντ. «Τα βακτήρια μπορεί επίσης να αυξάνουν τον μεταβολικό ρυθμό, διευκολύνοντας τον έλεγχο του βάρους».
Την αντίθετη λειτουργία αποδείχθηκε πως έχουν οι επεξεργασμένοι υδατάνθρακες, όπως το λευκό ψωμί, τα λευκά δημητριακά πρωινού και γενικώς τα φυτικά τρόφιμα από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι φυτικές ίνες. Οπως έδειξε η μελέτη, αυτά τα τρόφιμα επιβραδύνουν τον μεταβολικό ρυθμό και γι’ αυτό συμβάλλουν στην αύξηση του βάρους.
Πρακτική αξία
Τι σημαίνουν στην πράξη όλα αυτά; Οτι «η κλασική πεποίθηση “λίγο, απ’ όλα, λιγότερες θερμίδες και λιγότερα λίπη” δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για αδυνάτισμα», λέει ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ντάριους Μοτζαφαριάν, καρδιολόγος και επιδημιολόγος στο Χάρβαρντ. «Ο, τι τρώμε μπορεί να κάνει τη διαφορά. Το να μετράμε απλώς τις θερμίδες δεν έχει σημασία, εκτός κι αν προσέχει κανείς από πού προέρχονται οι θερμίδες που καταναλώνει».

Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Ένθετο Υγεία – 28.7.2011