/
477 Views0

Χαρίλαος Δ. Δημοσθενόπουλος, MMedSci, PhD. Διδάκτορας Ιατρικής ΕΚΠΑ, Προϊστάμενος Διαιτολογικού Τμήματος ΓΝΑ «Λαϊκό» Scientific Secretary of Diabetes Nutrition Study Group (DNSG)

Η διαχείριση του διαβήτη βασίζεται σε αποτελεσματικές καθημερινές πρακτικές και στη σωστή εκπαίδευση που μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα με ΣΔ να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα το διαβήτη αλλά και τη συνολική υγεία τους. Η σωστή διατροφή αποτελεί πάντα τον ακρογωνιαίο λίθο της διαχείρισης του διαβήτη, παράλληλα με πολλούς άλλους καθοριστικούς παράγοντες και είναι σημαντικό να παρέχει τη δυνατότητα για βελτίωση των γλυκαιμικών επιπέδων, για μείωση του κινδύνου εμφάνισης επιπλοκών του διαβήτη και για βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων. Η διαχείριση του διαβήτη, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης και της ύφεσης του διαβήτη τύπου 2, βασίζεται σε οδηγίες και αποτελεσματικές συμβουλές που βασίζονται σε στοιχεία που ενημερώνουν και εκπαιδεύουν τα άτομα να διαχειρίζονται την υγεία τους. Οι πιο πρόσφατες διατροφικές οδηγίες για τη διαχείριση του διαβήτη έχουν παραχθεί από την Ομάδα Μελέτης Διαβήτη και Διατροφής (DNSG) της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) και αποτελούν τις πιο πρόσφατες ευρωπαϊκές διατροφικές οδηγίες για το ΣΔ.

Οι διατροφικές αρχές είναι ίδιες για τα άτομα με ΣΔτ1 και ΣΔτ2, αν και διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό λόγω της διαφορετικής αιτιοπαθογένειας και του τρόπου ρύθμισης και θεραπείας τους. Έτσι στα άτομα με ΣΔτ1 η παράλληλη χρήση της τεχνολογίας, με τις αντλίες ινσουλίνης αλλά και τις συσκευές συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGM) οδηγεί πλέον σε μεγαλύτερη ελευθερία ως προς τις διατροφικές επιλογές. Την ίδια στιγμή, στα άτομα με ΣΔτ2, η ρύθμιση και αντιμετώπιση του υπερβάλλοντος βάρους φαίνεται να αποτελεί το βασικότερο διατροφικό στόχο.

Όσον αφορά την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2), υπάρχουν πολλές ενδείξεις που προέρχονται από μεγάλες μελέτες, όπως το Diabetes Prevention Program (DPP) σύμφωνα με το οποίο μία εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής, με απώλεια βάρους και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, μπορεί να μειώσει την επίπτωση του ΣΔτ2 σε ενήλικες με παραπάνω βάρος ή παχυσαρκία κατά 58% σε διάστημα 3 ετών. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι τα άτομα με προδιαβήτη είναι σημαντικό να εντάσσονται σε εντατικά πρoγράμματα αλλαγής τρόπου συμπεριφοράς αλλά και εξατομικευμένα προγράμματα διατροφικής παρέμβασης που να περιλαμβάνουν τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, τη σωματική δραστηριότητα μέτριας έντασης (τουλάχιστον 150 λεπτά/εβδομάδα) και κυρίως την απώλεια βάρους κατά 7-10%, έναντι του αρχικού καθώς και μακροχρόνια διατήρηση αυτού. Σύμφωνα με το DNSG τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα είναι σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔτ2 και θα πρέπει να στοχεύουν στην απώλεια βάρους έστω και 5% υιοθετώντας μια εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής τους που να περιλαμβάνει μία ενεργειακά περιορισμένη διατροφή και συστηματική άσκηση 150’ την εβδομάδα. Μια ποικιλία τύπων δίαιτας π.χ. μεσογειακή, nordic, χορτοφαγική, με διαφορετικές αναλογίες μακροθρεπτικών συστατικών, υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένων διαιτολόγων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απώλεια αλλά και τη συντήρηση του τελικού βάρους.

Ένα ευρύ φάσμα προσλήψεων υδατανθράκων είναι αποδεκτό, αρκεί να καλύπτονται οι συστάσεις σχετικά  για τις διαιτητικές ίνες, τα σάκχαρα, τα λίπη και τις πρωτεΐνες ενώ οι πολύ χαμηλές προσλήψεις υδατανθράκων, όπως με τις κετογονικές δίαιτες, δεν συνιστώνται (τουλάχιστον για μακροχρόνια εφαρμογή). Προτείνονται τρόφιμα που είναι φυσικά πλούσια σε διαιτητικές ίνες και η πρόσληψη διαιτητικών ινών πρέπει να είναι τουλάχιστον 35 g την ημέρα ενώ πρέπει να κυριαρχούν τα μη επεξεργασμένα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα λαχανικά, τα όσπρια, οι σπόροι, οι ξηροί καρποί και τα ολόκληρα φρούτα (όχι οι χυμοί) ως πηγή διαιτητικών ινών. Την ίδια στιγμή η πρόσληψη ελευθέρων ή πρόσθετων σακχάρων θα πρέπει να είναι μικρότερη του 10% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα μη θερμιδογόνα γλυκαντικά σε τρόφιμα και ποτά (χωρίς υπερβολές). Γενικά η πρόσληψη των υδατανθράκων βασίζεται πλέον στην προσεκτική ποσότητα αλλά στην καλύτερη ποιότητα και δεν ακολουθεί τους αυστηρούς περιορισμούς του παρελθόντος.

Ειδικότερα στα άτομα με ΣΔτ1 η καταμέτρηση των υδατανθράκων με γραμμάρια (και λιγότερο με ισοδύναμα) αποτελεί μια χρήσιμη προσέγγιση για τον προσδιορισμό της δόσης ινσουλίνης κατά το γεύμα.

Τα διατροφικά λίπη πρέπει να προέρχονται κυρίως από φυτικές τροφές με υψηλή περιεκτικότητα τόσο σε μονοακόρεστα όσο και σε πολυακόρεστα λιπαρά, όπως ξηροί καρποί, σπόροι (π.χ. λιναρόσπορος) και μη υδρογονωμένα φυτικά έλαια. Η πρόσληψη κορεσμένων και τρανς λιπαρών θα πρέπει να αντιστοιχεί στο <10% και <1% της συνολικής ενέργειας, αντίστοιχα ενώ όταν μειώνονται τα κορεσμένα λίπη, η αντικατάσταση θα πρέπει να είναι κυρίως με πολυακόρεστα λίπη φυτικής προέλευσης που περιέχουν τόσο ω-6 όσο και ω-3 λιπαρά οξέα, και μονοακόρεστα λίπη από ξηρούς καρπούς, σπόρους και μη υδρογονωμένα φυτικά έλαια. Συνεπώς δίνεται έμφαση στην ποιότητα του λίπους και περιορίζουμε την ποσότητα του σε περιπτώσεις αυξημένου σωματικού βάρους (κυρίως στο ΣΔτ2).

Τέλος, όσο αφορά τις πρωτεΐνες, για άτομα κανονικού βάρους με ΣΔ συνιστάται μια πρόσληψη πρωτεΐνης 10-20% της συνολικής ενέργειας για άτομα κάτω των 65 ετών με κανονική νεφρική λειτουργία ενώ υψηλότερες προσλήψεις (15–20% της συνολικής ενέργειας) συνιστώνται για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω. Την ίδια στιγμή για άτομα με μέτρια διαβητική νεφροπάθεια συνιστάται πρόσληψη πρωτεΐνης 10-15%. Είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στις χαμηλές σε λίπος ζωικές επιλογές και κυρίως στις διατροφικές πηγές φυτικών πρωτεϊνών (όσπρια, λαχανικά, λαχανικά).

Έτσι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες για το ΣΔ, μια σειρά από τρόφιμα και διατροφικά πρότυπα είναι κατάλληλα για τη διαχείριση του διαβήτη ενώ πλέον οι βασικές συστάσεις για τα άτομα με διαβήτη είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοιες με εκείνες για το γενικό πληθυσμό. Επίσης ιδιαίτερα σημαντικά διατροφικά βήματα-οδηγίες είναι η κατανάλωση ελάχιστα επεξεργασμένων φυτικών τροφών, όπως δημητριακά ολικής αλέσεως, λαχανικά, φρούτα ολικής αλέσεως, όσπρια, ξηροί καρποί, σπόροι και μη υδρογονωμένων φυτικών ελαίων, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, του νατρίου (αλατιού), των ζαχαρούχων ποτών και των επεξεργασμένων δημητριακών. Οι κατευθυντήριες συστάσεις αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα βάση αποδεικτικών στοιχείων από πολλές αξιόπιστες μελέτες που αν τηρηθούν, έστω και σε ένα βαθμό, θα βελτιώσουν τα αποτελέσματα του διαβήτη.

ΠΗΓΗ: The Diabetes and Nutrition Study Group (DNSG) of the European Association for the Study of Diabetes (EASD). Evidence-based European recommendations for the dietary management of diabetes. Diabetologia 66, 965–985 (2023.