/
1,252 Views0
Προδιαθεσικός παράγοντας Νο2: ΔΥΣΛΙΠΙΔΙΑΜΙΑ

Σύμφωνα με στοιχεία, 1 στους 2 Έλληνες κινδυνεύει να εμφανίσει στεφανιαία νόσο και να πάθει έμφραγμα, επειδή πάσχει από δυσλιπιδαιμία. Τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης (αναφέρεται και ως υπερχοληστερολαιμία) αντιμετωπίζονται με υγιεινή διατροφή, αλλαγές στον τρόπο ζωής, αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, παράλληλα με την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή. Η σωστή διατροφική παρέμβαση και η διαιτητική θεραπευτική αγωγή επιδιώκει στο:
• Να μειωθούν τα επίπεδα της ολικής και της LDL-χοληστερόλης, στο αίμα (αλλά και των τριγλυκεριδίων σε άτομα με υψηλές τιμές).
• Να αυξηθούν τα επίπεδα της HDL– χοληστερόλης.
• Να αντιμετωπισθεί το υπέρβαρο και να αποκτηθεί ένα υγιές σωματικό βάρος, με παράλληλη μείωση του υπερβάλοντος σωματικού λίπους και της περιμέτρου της μέσης.

Ο ασθενής με δυλιπιδαιμία μετά το έμφραγμα συμβουλεύεται να αποφεύγει:
• Τηγανητά φαγητά, όπως κρέας ψάρι και κοτόπουλο παναρισμένο, χάμπουργκερ και σάντουιτς με αλλαντικά, μαγιονέζα, ζωικό βούτυρο, τηγανητές πατάτες ή πατάτες με σως, πίτσες με πολλά και λιπαρά αλλαντικά π.χ. μπέϊκον και επιπλέον τυρί, γύρο (ακόμα και από κοτόπουλο) και λαδωμένες πίτες για σουβλάκια, σούπες με βάση το λίπος κρέατος ή με αυγολέμονο, σαλάτες με μαγιονέζα ή άλλες λιπαρές σως, που περιέχουν λίπος αλλά και αλάτι.
Ο ασθενής πρέπει να προτιμάει για τη δίαιτα του:
• Κρέατα και λαχανικά ψητά, βραστά, στο γκριλ ή στον ατμό, χωρίς προσθήκη βούτυρου ή σάλτσας, να αποφεύγουν τα ντρέσιγκ, τις σαλάτες με μπέικον, αυγό ή τυρί πλούσιο σε λίπος.
• Στον καφέ ή το τσάι να βάζειγάλα με χαμηλά λιπαρά, και όχι κρέμα γάλακτος ή σαντιγύ.
• Την επιλογή του φρούτου ή του γλυκού του κουταλιού, από αυτή του επιδόρπιου
• Όσον αφορά τα σνακ εκτός σπιτιού είναι σημαντικό να αποφεύγει τα αρτοσεκυάσματα και τις πίτες και να προτιμάει ένα γιαούρτι με/χωρίς φρούτα, μία μπάρα δημητριακών, ένα απλό τόστ με τυρί και λαχανικά και μάυρο ψωμί (όταν είναι εφικτό), 1 κουλούρι Θεσσαλονίκης 

Ποιες τροφές μπορούν να καταναλώνουν τα άτομα με υπερλιπιδαιμία;
Οι τροφές που επιτρέπεται να καταναλώνουν τα άτομα με υψηλές τιμές χοληστερίνης είναι:
1) Τα προϊόντα αμύλου & δημητριακών πρέπει να είναι όλα ολικής άλεσης ή ακατέργαστα, ώστε να περιέχουν πολλές φυτικές ίνες (π.χ. ψωμί, παξιμάδια & φρυγανιές ολικής άλεσης, ρύζι, πατάτες, ζυμαρικά, δημητριακά πρωινού ολικής άλεσης, κουάκερ, μούσλι).
2) Τα όσπρια (φασόλια, ρεβίθια, φάβα, κουκιά, φακές), τα οποία περιέχουν διαλυτές και αδιάλυτες φυτικές ίνες.
3) Τα λαχανικά (όλα σχεδόν όπως χόρτα, αγκινάρες, αρακάς, σπαράγγια, μελιτζάνες, μπρόκολα, λάχανο, κουνουπίδι, καρότα, κολοκυθάκια, αγγούρι, φασολάκια, μαρούλι, μανιτάρια, πιπεριές, σπανάκι, καλαμπόκι, ντομάτες), προσφέρουν πολύτιμες φυτικές ίνες, αλλά και ιχνοστοιχεία. Ειδικότερα τα λαχανικά της οικογένειας του κουνουπιδιού και του μπρόκολου (που επιστημονικά ονομάζονται κραμβοειδή λαχανικά) όπως και όλα τα σκουροπράσινα φυλλώδη λαχανικά είναι ιδιαίτερα ευεργετικά για την καρδιά, λόγω της υψηλής αντιοξειδωτικής του δράσης.
4) Τα φρούτα (όπως τα εσπεριδοειδή-πορτοκάλια, μανταρίνια, γκρέϊπφρουτ, λεμόνια, κίτρα-είναι πλούσια σε βιταμίνη C και έχουν αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Ειδική αντιοξειδωτική και καρδιοπροστατευτική δράση φάνηκε πως έχουν ακόμα φρούτα και λαχανικά με έντονο χρώμα όπως το ρόδι, τα μούρα, το σταφύλι, οι φράουλες, οι χρωματιστές πιπεριές.
5) Τα λιπαρά ψάρια, π.χ. σκουμπρί, σαρδέλα, σολομός, τσιπούρα, γαύρος, τα οποία αποτελούν πηγή των πολύτιμων ω3 λιπαρών οξέων, τα οποία επίσης έχουν αντιλιπιδιαμική δράση.
6) Το στήθος από το κοτόπουλο και τη γαλοπούλα (χωρίς το δέρμα, που αποτελεί πηγή κορεσμένου λίπους) και το κουνέλι, καθώς και το χοιρινό ψαρονέφρι αποτελούν καλές πηγές λευκώματος, χωρίς όμως την επιβάρυνση του επιπλέον λίπους.
7) Το ελαιόλαδο που είναι πηγή βιταμίνης Ε και αντιοξειδωτικών ουσιών, πρέπει πάντα με μέτρο να αποτελεί τη βασική πηγή λίπους στη δίαιτα, σε κάθε μαγειρική παρασκευή.
8) Οι ξηροί καρποί, και ειδικότερα τα αμύγδαλα, τα καρύδια και τα φουντούκια είναι τροφές συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου αθηρωμάτωσης, έχουν βιταμίνη Ε, ω3 λιπαρά, φυτικές ίνες.
9) Τα πλήρως ή τα ημιαποβουτυρωμένα γαλακτοκομικά (γάλα, γιαούρτι έως 2%) καθώς και τα τυριά με χαμηλά λιπαρά (π.χ. τυρί cottage, κατίκι Δομοκού, ανθότυρο και χαμηλά σε λιπαρά (light) τυριά του εμπορίου.
10) Το τσάϊ, το οποίο λόγω των φλαβονοειδών και των κατεχινών που περιέχει μειώνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης εμφράγματος και ασκεί καρδιοπροστατευτική δράση στους ήδη εμφραγματίες.
11) Τρόφιμα με φυτικές στερόλες και στανόλες. Οι τελευταίες είναι ουσίες που βρίσκονται φυσικά σε τρόφιμα αποκλειστικά φυτικής προέλευσης, όπως είναι το σουσάμι, οι ηλιόσποροι, τα φιστίκια, αμύγδαλα και τα καρύδια, η σόγια, και το πίτουρο, ή σε μαργαρίνες, γάλα, γιαούρτι ή ρόφημα γιαουρτιού στο εμπόριο, εμπλουτισμένα με φυτοστερόλες ή φυτοστανόλες.
Προδιαθεσικός παράγοντας Νο3: ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Ο αρρύθμιστος διαβήτης αποτελεί συχνά ένα προδιαθεσικό παράγοντα εμφάνισης εμφράγματος. Ο διαβητικός πρέπει να έχει στόχο:
• Την διατήρηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, όσο το δυνατό πιο κοντά
στις φυσιολογικές τιμές.
• Την επίτευξη και διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους.
• Την πρόληψη των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπλοκών.
ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ: Σήμερα αυτό που είναι κοινά αποδεκτό είναι ότι οι υδατάνθρακες χρειάζονται στον οργανισμό μας, ως πηγή ενέργειας που είναι, και ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δίαιτα. Το ποσοστό που συστήνεται από το συνολικό ποσό των προσλαμβανομένων θερμίδων είναι 45-60%, κατά περίπτωση και κυρίως σύνθετοι, αλλά και απλούστεροι σε ποσοστό μέχρι 10% (εκτός βέβαια από την περίπτωση υπέρβαρων ατόμων που απαιτούν υποθερμιδικό διαιτολόγιο για απώλεια βάρους). Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες συστάσεις οι υδατάνθρακες μαζί με τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα πρέπει να δίνουν το 60-70% της συνολικής ενέργειας στο διαβητικό άτομο.
Γενικά,
1) η σουκρόζη (κοινή ζάχαρη) πρέπει να καταναλώνεται σε μικρές ποσότητες και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στα πλαίσια μια γενικά υγιεινής διατροφής,
2) η φρουκτόζη δεν αποτελεί πλέον το καταλληλότερο γλυκαντικό για τους διαβητικούς, αφού, αν και ανεβάζει λιγότερο τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, συμβάλλει στην αύξηση των λιπιδίων όταν υπερκαταναλωθεί και δίνει τις ίδιες θερμίδες με τη ζάχαρη, και τέλος
3) άλλες ουσίες όπως η σορβιτόλη, η ξυλιτόλη και η μαννιτόλη μπορούν να χρησιμοποιούνται με μέτρο και κατά περίπτωση.
4) Η πρόσληψη φυτικών ινών κρίνεται απαραίτητη αφού έχει βρεθεί ότι πολλές από αυτές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη βραδύτερη απορρόφηση της γλυκόζης στο αίμα, στον μεγαλύτερο κορεσμό και στην γρηγορότερη απώλεια σωματικού βάρους.
Συστήνεται καθημερινή πρόσληψη 20-35 γραμμαρίων, διαλυτών και αδιάλυτων, τόσο από φρούτα, όσο από λαχανικά, όσπρια, δημητριακά ολικής άλεσης κ.ά. Για τις διαλυτές κυρίως βρέθηκε ότι διαλύονται στο νερό και δημιουργούν στο έντερο μία κολλώδη ουσία, που επιβραδύνει την απορρόφηση της τροφής.
ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ-ΛΙΠΟΣ: Από τη στιγμή που η πρωτεΐνη προσφέρει το 10-20% της προσλαμβανόμενης ενέργειας, το υπόλοιπο 80-90% των θερμίδων πρέπει να μοιραστεί ανάμεσα στους υδατάνθρακες και τα λίπη. Από αυτές λοιπόν τις θερμίδες ένα ποσοστό μικρότερο από 10% θα πρέπει να προέλθει από τα κορεσμένα λίπη (λίπος του κρέατος, των γαλακτοκομικών προϊόντων, του ζωικού βουτύρου, της καρύδας), και ένα άλλο ποσοστό 10% από τα πολυακόρεστα λίπη (φυτικά λάδια). Ετσι αφαιρώντας και αυτά τα ποσοστά μένει ένα υπόλοιπο 60-70% για να το προσφέρουν οι υδατάνθρακες και τα μονοακόρεστα λίπη. Το πώς ακριβώς θα κατανεμηθούν αυτές οι θερμίδες εξαρτάται από το συγκεκριμένο άτομο.
Το ποσό του συνολικά προσλαμβανόμενου λίπους εξαρτάται από το λιπιδαιμικό προφίλ του ασθενούς, καθώς και από τους συγκεκριμένους στόχους που έχουν τεθεί για το σωματικό βάρος. Αν ο διαβητικός έχει φυσιολογικό βάρος και χαμηλά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα, τότε μπορεί να ακολουθηθούν οι γενικές συστάσεις για την πρόσληψη λίπους στη δίαιτα, που ανέρχεται σε ποσοστό 30%, από το οποίο μέχρι 10 % είναι τα κορεσμένα, μέχρι 10% τα πολυακόρεστα και ένα ποσοστό 10-20% για τα μονοακόρεστα (π.χ. από το ελαιόλαδο).
Όταν τα λιπίδια είναι αυξημένα και κυρίως τα επίπεδα της LDL, τότε συστήνεται η χαμηλότερη πρόσληψη κορεσμένων λιπιδίων σε ποσοστό κάτω από 7% και πρόσληψη χοληστερόλης από τη δίαιτα μικρότερη από 200 mg/ημέρα. Αν τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων είναι αυξημένα, συστήνεται η ταυτόχρονη μείωση των κορεσμένων λιπιδίων κάτω από 10% και ο περιορισμός των υδατανθράκων (κυρίως των απλών).
Επίσης σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα πρέπει να καταναλώνουν συχνά λιπαρά ψάρια και άλλες πηγές ω3 λιπαρών οξέων, αφού όπως φάνηκε βελτιώνουν το γλυκαιμικό αλλά και το λιπιδαιμικό έλεγχο των διαβητικών, συμβάλλοντας και στην προστασία της καρδιάς.
Στην περίπτωση βέβαια, που συνυπάρχει παχυσαρκία, συστήνεται η συνολική μείωση του προσλαμβανομένου λίπους μέσα από τη δίαιτα.