/
1 View0
Η νιασίνη σε ασθενείς με χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης και επιθετική αγωγή με στατίνες
 ΠΗΓΗ: eiep.gr
Ημερομηνία: 15.12.2011
 
Σε ασθενείς με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο, ο υπολειπόμενος καρδιαγγειακός κίνδυνος εμμένει παρά την επίτευξη του στόχου στα επίπεδα της χαμηλής πυκνότητας επίπεδα λιποπρωτεΐνης (LDL) χοληστερόλης με στατίνες. Δεν είναι σαφές αν η προσθήκη παρατεταμένης αποδέσμευσης νιασίνη στη σιμβαστατίνη αυξάνοντας τα χαμηλά επίπεδα της υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης χοληστερόλη (HDL) είναι ανώτερη από τη σιμβαστατίνη μόνη της στη μείωση των εν λόγω υπολειπόμενων κινδύνων.

Τυχαία επιλέχθηκαν οι ασθενείς να λαμβάνουν παρατεταμένης αποδέσμευσης νιασίνη, 1500 έως 2000 mg ανά ημέρα, ή εικονικό φάρμακο. Όλοι οι ασθενείς έλαβαν σιμβαστατίνη, 40 έως 80 mg την ημέρα, και επιπλέον εζετιμίμπη, 10 mg ανά ημέρα, αν χρειαζόταν ώστε να διατηρηθεί το επίπεδο της LDL χοληστερόλης από 40 έως 80 mg /dl (1.3 – 2.7 mmol ανά λίτρο). Το κύριο τελικό σημείο ήταν θάνατος από στεφανιαία νόσο, μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου, ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, νοσηλεία για οξύ στεφανιαίο σύνδρομο και στεφανιαία ή εγκεφαλική επαναγγείωση.

Συνολικά, 3.414 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λαμβάνουν νιασίνη (1.718) ή εικονικό φάρμακο (1.696). Η δοκιμή τερματίστηκε μετά από μια μέση περίοδο παρακολούθησης 3 ετών λόγω έλλειψης αποτελεσματικότητας. Στα 2 χρόνια, η θεραπεία με νιασίνη αύξησε σημαντικά το μέσο επίπεδο της HDL χοληστερόλης από 35 mg/dl σε 42 mg/dl, μείωσε το επίπεδο των τριγλυκεριδίων από 164 mg/dl σε 122 mg/dl, και μείωσε το επίπεδο της LDL χοληστερόλης από 74 mg/dl σε 62 mg/dl. Το κύριο τελικό σημείο εμφανίστηκε σε 282 ασθενείς στην ομάδα της νιασίνης (16.4%) και σε 274 ασθενείς στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (16.2%) (hazard ratio, 1.02, 95%CI: 0.87-1.21, P = 0.79).

Συμπερασματικά, μεταξύ των ασθενών με αθηροσκληρυντική καρδιαγγειακή νόσο και επίπεδα LDL χοληστερόλης μικρότερα από 70 mg/dl, δεν υπήρχε επιπρόσθετο κλινικό όφελος από την προσθήκη της νιασίνης στη θεραπεία με στατίνες κατά τη διάρκεια της 36/μηνης περιόδου παρακολούθησης, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις στα επίπεδα της HDL χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων.