/
1,347 Views0

 

 

Οι ορμόνες και το βάρος έχουν μια πολύ στενή σχέση. Ωστόσο, πόση δύναμη έχουν οι πρώτες, ώστε να εξουσιάσουν το δεύτερο; Τελικά, μπορούν να μας παχύνουν οι ορμόνες;

Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες στον τομέα της παχυσαρκίας έχουν οδηγήσει στην ανακάλυψη νέων ορμονών που εμπλέκονται στη ρύθμιση του βάρους και τις οποίες οι επιστήμονες προσπαθούν να διαχειριστούν, με την ελπίδα να βρεθεί μια αξιόπιστη φαρμακευτική λύση στο πρόβλημα των περιττών κιλών. Τα επιστημονικά δεδομένα διαρκώς εμπλουτίζονται, ιδιαίτερα μετά τη διαπίστωση ότι ο λιπώδης ιστός, που από πολλούς θεωρούνταν «παθητικός» ιστός, έχει πολύ πιο ενεργό ρόλο στην ενδοκρινική λειτουργία του οργανισμού. Τα λιποκύτταρα, που επί δεκαετίες θεωρούνταν απλές «αποθήκες» ενέργειας, αποδεικνύεται ότι επιτελούν ενδοκρινικές λειτουργίες παράγοντας σημαντικές πεπτιδικές ορμόνες. Όταν οι ορμόνες αυτές δεν είναι καλά ρυθμισμένες, τότε η μάζα του λιπώδους ιστού μπορεί είτε να αυξηθεί είτε να μειωθεί. Από την άλλη μεριά, στο παιχνίδι των ορμονών του πάχους εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο γνωστές ορμόνες, όπως η ινσουλίνη, αλλά και νεοανακαλυφθείσες, όπως η ιρισίνη, η οποία εκκρίνεται από τον μυϊκό ιστό. Ας δούμε, λοιπόν, με ποιον τρόπο οι ορμόνες επηρεάζουν τη ζυγαριά μας.

Η ανορεξιογόνος λεπτίνη
Η λεπτίνη είναι μια πεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από τον λιπώδη ιστό και οφείλει την ονομασία της στην ελληνική λέξη λεπτός. Η ανακάλυψή της το 1994 γέννησε ελπίδες ότι θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα της παχυσαρκίας. Τα πράγματα, όμως, έχουν εξελιχθεί κάπως διαφορετικά. Η λεπτίνη δρα στον υποθάλαμο του εγκεφάλου και η βασική της δράση είναι ανορεξιογόνος.

  • Η αντίσταση στη λεπτίνη Στον οργανισμό των παχύσαρκων παράγονται μεγάλες ποσότητες λεπτίνης, κάτι που εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να υφίστανται την ισχυρή ανορεξιογόνο δράση της λεπτίνης και να είναι πιο αδύνατοι. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Η εξήγηση που δίνουν οι ειδικοί είναι ότι ο οργανισμός των παχύσαρκων εκδηλώνει αντίσταση στη λεπτίνη -δηλαδή μπλοκάρει τους υποδοχείς λεπτίνης στον εγκέφαλο-, «ακυρώνοντας» την ανορεξιογόνο δράση της. Με άλλα λόγια, ο οργανισμός αντιδρά στην υπερβολικά μεγάλη ποσότητα λεπτίνης και έτσι η ορμόνη «χάνει» τη δραστικότητά της. Το φαινόμενο της αντίστασης σε μια ορμόνη δεν αφορά μόνο τη λεπτίνη. Εκδηλώνεται και σε άλλες ορμόνες, με πλέον χαρακτηριστική την ινσουλίνη στην περίπτωση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2.
  • Η χορήγηση λεπτίνης δεν δίνει λύση Η αντίσταση στη λεπτίνη σε συνδυασμό με το γεγονός ότι με την απώλεια βάρους παρατηρείται μείωση των επιπέδων της λεπτίνης εξαιτίας του εγγενούς μηχανισμού αλληλορρύθμισης του οργανισμού αποτελούν τους λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες δεν διαβλέπουν κάποιο όφελος από την εξωγενή χορήγηση λεπτίνης στους παχύσαρκους ασθενείς. Γι’ αυτό και η έρευνα για τη λεπτίνη έχει ήδη στραφεί σε άλλα πεδία, που αφορούν τη δράση της στα οστά, καθώς και στο νευρικό και το αναπαραγωγικό σύστημα. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι υπάρχουν ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις παχύσαρκων με μεταλλάξεις του γονιδίου της λεπτίνης, στους οποίους η χορήγηση της εν λόγω ορμόνης οδήγησε σε ρύθμιση του βάρους τους. Πρόκειται όμως για σπάνιες περιπτώσεις και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων παχυσαρκίας.

Το στρες μάς παχαίνει
Η κορτιζόλη είναι ορμόνη του στρες και σχετίζεται με την αύξηση της όρεξης, του λίπους και του βάρους. Αυξάνει δε ιδιαίτερα το σπλαχνικό λίπος και την κατανομή του στην περιοχή της κοιλιάς. Ωστόσο, αυτό παρατηρείται κυρίως σε παθολογικές καταστάσεις (παθήσεις των επινεφριδίων ή της υπόφυσης) που επηρεάζουν την έκκριση της κορτιζόλης (π.χ. στο σύνδρομο Cushing, όπου γίνεται υπερπαραγωγή κορτιζόλης). Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και σε όσους λαμβάνουν συστηματικά φαρμακευτική κορτιζόνη. Κατά τη διάρκεια της αγωγής αυξάνεται η όρεξη, αλλά όταν διακόπτεται η αγωγή η όρεξη επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα.

Γκρελίνη: Η ορμόνη της πείνας
Η γκρελίνη εκκρίνεται από το στομάχι και δρα στον υποθάλαμο του εγκεφάλου. Η δράση της είναι αντίθετη από εκείνη της λεπτίνης, δηλαδή είναι ορεξιογόνος. Τα επίπεδά της αυξάνονται πολύ γρήγορα λίγο πριν από το γεύμα, καθώς και με την εκκίνηση της κατάποσης, ενώ μειώνονται μετά το γεύμα. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας ότι στο αίμα των αδύνατων ανδρών παρατηρείται μια έκρηξη γκρελίνης ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις έξι το πρωί, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ τα υψηλά επίπεδά της που παρατηρούνται λίγο πριν από τα γεύματα.

  • Το νυστέρι τη μειώνει Τα επίπεδα της γκρελίνης έχει παρατηρηθεί ότι μειώνονται μετά από μια βαριατρική επέμβαση, την επιμήκη γαστρεκτομή (γνωστή ως γαστρικό μανίκι λόγω του σχήματος που παίρνει το στομάχι μετά την επέμβαση). Στο γαστρικό μανίκι αφαιρείται και ο θόλος του στομάχου, από όπου εκκρίνεται η γκρελίνη. Αυτός είναι και ο λόγος που στην επέμβαση αποδίδεται ανορεξιογόνος δράση. Επιπλέον, η γκρελίνη έχει φανεί ότι εκτός από την όρεξη επηρεάζει και τη διάθεση, γι’ αυτό και τους πρώτους 6 μήνες μετά την επέμβαση είναι πιθανό ο ασθενής να έχει μελαγχολική διάθεση. Ωστόσο, σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι ο οργανισμός σταδιακά προσαρμόζεται και τόσο η όρεξη όσο και η διάθεση επανέρχονται μετά από περίπου 6 μήνες. Το γαστρικό μανίκι συστήνεται στους παχύσαρκους με Δ.Μ.Σ. άνω του 40 (ο Δείκτης Μάζας Σώματος βρίσκεται διαιρώντας το βάρος σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους) και θεωρείται μια ικανοποιητική λύση για την απώλεια πολλών κιλών.
  • Θεραπευτική ελπίδα Πολλοί ερευνητές αισιοδοξούν ότι η γκρελίνη θα αποτελέσει μέρος της θεραπευτικής αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. Σήμερα γίνονται προσπάθειες στοχευμένων θεραπειών (με μονοκλωνικά αντισώματα) που εξουδετερώνουν τη δράση της γκρελίνης. Ωστόσο, πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι τα αποτελέσματα δεν θα είναι θεαματικά, επειδή οι ορμόνες που ελέγχουν την όρεξη και τον κορεσμό είναι πολλές, οπότε ο έλεγχος μόνο μιας εξ αυτών θα έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα.

Το «παιχνίδι» των ορμονών
O μηχανισμός της όρεξης και του κορεσμού ρυθμίζεται από κέντρα του εγκεφάλου, καθώς και από περιφερικούς «παίκτες», όπως ο λιπώδης ιστός και το γαστρεντερικό σύστημα. Μάλιστα, σήμερα ο επιστημονικός φακός εστιάζει στο πολύπλοκο δίκτυο των πεπτιδικών ορμονών (λεπτίνη, γκρελίνη, αδιπονεκτίνη κ.λπ.), που «συνεργάζονται» με το κεντρικό νευρικό σύστημα για τη ρύθμιση του μεταβολισμού. Ο κεντρικός συντονιστής είναι ο εγκέφαλος, με βασικό ρυθμιστή τον υποθάλαμο, όπου βρίσκονται τα περισσότερα κέντρα της όρεξης και του κορεσμού. Τα δύο αυτά συστήματα βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία χάρη στις ορμόνες και τους νευροδιαβιβαστές που παράγουν. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι ορμόνες δεν αποτελούν τους αποκλειστικούς «παίκτες» στο παιχνίδι του βάρους. Το βάρος επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, τόσο γενετικούς όσο και περιβαλλοντικούς, όπως η ποσότητα και η ποιότητα της τροφής, καθώς και η καθιστική ζωή. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και ηδονιστικοί μηχανισμοί ρύθμισης της θρέψης. Με άλλα λόγια, η τροφή προκαλεί ισχυρά οπτικά, οσφρητικά και γευστικά ερεθίσματα που έχουν τη δική τους δυναμική και μας ωθούν στην κατανάλωση τροφής.

Αδιπονεκτινη: Μια αποτελεσματική λύση;
Σήμερα ο επιστημονικός φακός έχει εστιάσει στην αδιπονεκτίνη (ή λιπονεκτίνη). Πρόκειται για ορμόνη που παράγεται από τον λιπώδη ιστό και η οποία παίζει ρόλο στη ρύθμιση της ενεργειακής ισορροπίας, αυξάνοντας, σύμφωνα με τους ερευνητές, τον ρυθμό του μεταβολισμού.
Τα επίπεδα της αδιπονεκτίνης είναι ελαττωμένα στην παχυσαρκία, εν αντιθέσει με εκείνα της λεπτίνης, που είναι υψηλά. Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι καταστέλλει την όρεξη και μειώνει την επιθυμία για πρόσληψη τροφής. Το διαφορετικό προφίλ της αδιπονεκτίνης σε σύγκριση με τη λεπτίνη γεννά ελπίδες στους επιστήμονες, που αισιοδοξούν ότι θα μπορέσουν να τη χρησιμοποιήσουν πιο αποτελεσματικά στη μάχη κατά της παχυσαρκίας.
Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι η έλλειψη αδιπονεκτίνης αυξάνει την αντίσταση στην ινσουλίνη, προκαλεί υπερλιπιδαιμία, ενώ οι χαμηλές τιμές της ενοχοποιούνται για την εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου (το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλές τιμές χοληστερίνης, σακχάρου, πίεσης, τριγλυκεριδίων, καθώς και από πάχος στην κοιλιά). Μάλιστα, πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι οι χαμηλές τιμές αδιπονεκτίνης σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2, καθώς και καρδιαγγειακών προβλημάτων που σχετίζονται με τον διαβήτη.

  • Θεραπεία με διπλό όφελος Οι επιστήμονες είναι αισιόδοξοι ότι στο κοντινό μέλλον θα είναι δυνατόν να χορηγηθεί αδιπονεκτίνη σε ανθρώπους, με διπλό σκοπό: την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και τη ρύθμιση του διαβήτη. Τα μέχρι στιγμής πειράματα, όμως, γίνονται σε πειραματόζωα, γεγονός που εγείρει το ερώτημα του αν η χορήγησή της σε ανθρώπους θα είναι αποτελεσματική.

Η γλυκιά ορμόνη
Η ινσουλίνη παράγεται από το πάγκρεας και ο ρόλος της είναι να ρυθμίζει τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα. Στον εγκέφαλο δρα ως ανορεξιογόνος ορμόνη, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος ρόλος της. Η βασική της αποστολή είναι η ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα. Ωστόσο, σε παθολογικές περιπτώσεις, όπως ο διαβήτης, έχει φανεί ότι η έλλειψή της οδηγεί σε απώλεια βάρους (εξάλλου, η απώλεια βάρους αποτελεί ένα από
τα συμπτώματα του διαβήτη). Μάλιστα, μια ανησυχητική μόδα που έχει ξεκινήσει στη Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα με πρόσφατες ειδήσεις, είναι η αποφυγή των ενέσεων ινσουλίνης από νεαρές ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 προκειμένου να αδυνατίσουν.
Το κόστος αυτής της πρακτικής είναι πιθανές επιπλοκές από διάφορα όργανα που επηρεάζονται αρνητικά από την αύξηση του σακχάρου (μά-τια, νεφρά, νεύρα, καρδιά κ.λπ).

Το χάπι που κόβει την όρεξη
Η έρευνα στον λαβύρινθο των μηχανισμών της όρεξης δεν σταματά. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο Vita η είδηση για τις προσπάθειες του καθηγητή Ενδοκρινολογίας Waljit Dhillo από το Imperial College του Λονδίνου να ελέγξει δύο από τις σημαντικότερες χημικές ουσίες που παράγονται από τα κύτταρα του εντέρου και φαίνεται ότι έχουν ανορεξιογόνο δράση αυξάνοντας το αίσθημα του κορεσμού, τα πεπτίδια GLP-1 και PYY. Ο δρ. Dhillo διαπίστωσε ότι οι εθελοντές που είχαν μείνει νηστικοί έφαγαν πολύ λιγότερο από το αναμενόμενο σε ένα γεύμα μπουφέ, όταν προηγουμένως τους είχε χορηγηθεί ο συνδυασμός των πεπτιδίων GLP-1 και PYY, κάτι που γεννά ελπίδες για τον σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής θεραπείας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας στο κοντινό μέλλον (όσον αφορά το πεπτίδιο GLP-1, πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογο του πεπτιδίου αυτού σε ενέσιμη μορφή έχει εγκριθεί και κυκλοφορεί εδώ και χρόνια για την αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2).

Η λύση των αντικαταθλιπτικών
Η σεροτονίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου που σχετίζεται με το αίσθημα της ευεξίας. Τα φάρμακα που ενεργοποιούν τους υποδοχείς σεροτονίνης στον εγκέφαλο ανήκουν κατά κύριο λόγο στη «φαρέτρα» των αντικαταθλιπτικών. Ωστόσο, μία από τις «παρενέργειες» της λήψης τους είναι η μείωση της όρεξης και η απώλεια βάρους, κάτι που είναι γνωστό μεταξύ των ειδικών που συνταγογραφούν αντικαταθλιπτικά.
Μάλιστα, το φάρμακο κατά της παχυσαρκίας που πρόσφατα πήρε έγκριση από τον αμερικανικό Ε.Ο.Φ. (FDA) δρα στους υποδοχείς σεροτονίνης του εγκεφάλου. Η δραστική του ουσία (λορκασερίνη) ενεργοποιεί τους υποδοχείς της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, οδηγώντας σε γρηγορότερη αίσθηση κορεσμού με μικρότερη πρόσληψη τροφής (σημειώνεται ότι έχει ζητηθεί από την παρασκευάστρια εταιρεία να διεξαγάγει έξι ακόμη έρευνες μετά την κυκλοφορία του σκευάσματος, μεταξύ των οποίων και μια μελέτη για την ασφάλειά του στο καρδιαγγειακό σύστημα).

Iρισίνη: Η νέα ορμόνη
Η ιρισίνη είναι μια ορμόνη με ανορεξιογόνο δράση για την οποία όμως ακόμη δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature», η ιρισίνη φαίνεται ότι συνδέεται με τη μετατροπή του λευκού λιπώδους ιστού σε καφέ λιπώδη ιστό. Ο τελευταίος -που αφθονεί στα μωρά, αλλά εντοπίζεται και στους ενηλίκους- εμπλέκεται στη θερμογένεση, επομένως και στην καύση θερμίδων.

  • Η άσκηση είναι το «κλειδί» Η ιρισίνη εκκρίνεται από τον μυϊκό ιστό (και όχι από τον λιπώδη). Τα δε επίπεδά της αυξάνονται με την άσκηση. Ίσως αυτή να είναι και ένας ακόμα λόγος που όσοι αθλούνται συστηματικά μπορούν να ελέγξουν καλύτερα την όρεξή τους.

http://www.vita.gr/html/ent/249/ent.26249.asp
www.vita.gr